μεταυτίκα

μεταυτίκα
μεταυτίκα (Hdt. 2, 161; 5, 112) adv. directly after AcPl Ha 7, 8f: μεταυ̣[τίκα δὲ οὕτ]ως.—DELG s.v. αὐτός.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταυτίκα — (Α) επίρρ. ευθύς, αμέσως μετά από αυτά, αμέσως κατόπιν («καὶ μεταυτίκα τελευτήσαντος ἐξεδέξατο», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐτίκα «αμέσως»] …   Dictionary of Greek

  • μεταυτίκα — just after indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”