Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
μεταυτίκα — (Α) επίρρ. ευθύς, αμέσως μετά από αυτά, αμέσως κατόπιν («καὶ μεταυτίκα τελευτήσαντος ἐξεδέξατο», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐτίκα «αμέσως»] … Dictionary of Greek
μεταυτίκα — just after indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)